- χλωροί
- χλωρόςgreenish-yellowmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CHLORION — memoratus Aristoteli, apud Salmas. ad Spartian. in Pescennio Nigro, c. 6. Item avis, etiam χλωρεὺς dicta, quod lutei coloris; hoc enim Graecis τὸ χλωρὸν notat, qui proin et luteum in ovo χλωρὸν appellant. Alias tamen χλωρὸν et χλοερὸν etiam… … Hofmann J. Lexicon universale
λάσαγγες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ περὶ τὰς Λίμνας χλωροὶ βάτραχοι» … Dictionary of Greek
τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά … Dictionary of Greek
φασολάκι — και φασουλάκι, το, Ν [φασόλι / φασούλι] 1. υποκορ. τ. τού φασόλι 2. συν. στον πληθ. τα φασολάκια και φασουλάκια α) οι χλωροί καρποί τής φασολιάς («τα φασολάκια ήταν ακριβά σήμερα στη λαϊκή») β) λαδερό φαγητό που γίνεται με χλωρούς καρπούς… … Dictionary of Greek
φασολάκια — φασολάκια, τα και φασουλάκια, τα 1. η φασολιά (βλ. λ.). 2. οι χλωροί καρποί της φασολιάς: Ακρίβυναν τα φασολάκια. 3. το φαγητό που γίνεται με τους χλωρούς καρπούς της φασολιάς: Σήμερα φάγαμε φασολάκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)